Μερικά χρόνια μετά άρχισα εγώ τις δικές μου προσπάθειες. Με παρακαλετά, με τσαχπινιές, με το έτσι θέλω. Δεν τα κατάφερνα η αλήθεια είναι. Σκυλί στο σπίτι δεν μπήκε. Με τις γάτες τα πράγματα ήταν καλύτερα. Τα μάζευα μικρά απο το δρόμο, τα μεγαλώναμε και μετά τα πηγαίναμε στο εξοχικό στο Πήλιο όπου ζούσε τότε ο παππούς και η γιαγιά. Ζωή χαρισάμενη για τα γατιά που είχα σώσει δεν λέω, αλλά εμένα πάντα που έμενε το απωθημένο κάθε φορά που αποχωριζόμουν ένα απο τα ζωάκια μου. Παρεπιπτόντως, η μητέρα με 2 μόνο απο τα ζώα που είχα κουβαλήσει τα πήγε καλά και τα αγάπησε. Ένα χάμστερ (?!) που το αφήναμε να κυκλοφορεί ελεύθερο και είχε μάθει να ακούει στο όνομα του (!!!) και έναν γάτο.
Το είχα πάρει απόφαση πια. Περίμενα λοιπόν να μεγαλώσω. Ε. Μεγάλωσα. Έζησα μόνη και η τύχη έφερε στο δρόμο μου το πρώτο μου σκυλί τη Σάμπι, ένα ημίαιμο βέλγικο. Λατρεία. "Μιλάγαμε" με τα μάτια. Ήταν η σύντροφός μου, η παρέα μου, η γυμναστική μου, η βόλτα μου, ο φύλακας μου, η κουβέρτα μου ένα χειμώνα που δεν περίσευαν λεφτά για πετρέλαιο. "Έφυγε" απο τη ζωή μου όσο ξαφνικά είχε έρθει αφήνοντας μια τεράστια πίκρα ....
Απο τότε δεν μπόρεσα να δεθώ με άλλο σκύλο τόσο πολύ. Μπήκαν, βγήκαν, φιλοξενήθηκαν πολλά στο σπίτι μου. Απέκτησα οικογένεια και δικά μας σκυλιά. Όσο και να τα αγάπησα, κανένα δεν ήταν τόσο ιδιαίτερο όσο εκείνη ....
Μέχρι που γεννήθηκε η Σίκουιν. Τη πρώτη φορά που την είδα ήταν στην κοιλιά της μαμάς της. Δεν μπορώ να ξέρω ποια απο τις έξι καρδούλες που έβλεπα στον υπέρηχο ήταν η Σίκουιν αλλα σίγουρο είναι πως ήταν μια απο αυτές. Όταν γεννήθηκε και πήγα να την παρω απο τον κτηνίατρο, ήταν το πιο άσχημο κουτάβι που είχα δει ποτέ. Μαύρο κατράμι, μακρομούρικο, έμοιαζε με ποντίκι, ένα πλάσμα που χώραγε στη παλάμη μου και με τίποτα δεν πίστευες πως η μαμά του είναι φοξ τεριέ !!! Σαν να μην έφτανε αυτό (και τα 400 ευρώ που είχα δώσει για να γεννηθεί με καισαρική λόγω δυστοκίας της μαμάς της), με το που την έφερα σπίτι , έπαθε ανακοπή και νασου εγώ να κάνω τεχνητή αναπνοή σε ένα κουτάβι μερικών ωρών, ουρλιάζοντας "μη μου πεθάνεις τώρα, μη μου πεθάνεις". Έζησε και έγινε το δεύτερο κορίτσι μου. Η Σωτηρία την είχε κατωχυρώσει ως δική της απο τη γέννα. Το όνομα το έδωσε εκείνη. Μόνο που εγώ και η Σίκουιν είχαμε άλλη άποψη. Έτσι λοιπόν τα δύο Σ. μου μεγάλωσαν μαζί για σχεδόν 2 χρόνια. Η Σίκουιν μπορεί να ήταν για τη Σωτηρία δική της, η Σωτηρία για τη Σίκουιν ήταν κάτι σαν ένα κουτάβι για να παίζουν μαζί, και εγώ και η Σίκουιν ζήσαμε το κρυφό έρωτά μας που εξελίχθηκε σε αγάπη και εξάρτηση.
Δεν πήγαινα πουθενά χωρίς εκείνη. Όχι απο επιλογή δική μου αλλά δική της. Όταν ήταν μικρή και έφευγα κλαψούριζε τόσο δυνατά που αναγκαζόμουν να επιστρέψω να την πάρω. Όταν μεγάλωσε για κάποιο διάστημα κάθονταν φρόνιμη. Όταν όμως ένιωσε αρκετά δυνατή, άρχισε να πηδάει την αυλόπορτα και να ακολουθεί με αγωνία το αυτοκίνητο μου. Η αντίδραση αναμενόμενη ... Σταματούσα και την έπαιρνα. Η Σίκουιν πήγε παντού. Στο σχολείο, στις βόλτες, στις εκδρομές, στις διακοπές, στο νοσοκομείο. Δεν την πείραζε αν έμενε μέσα στο αυτοκίνητο. Κουλουριαζόνταν στο πίσω κάθισμα και με περίμενε.
Μετά ήρθε εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ του Γενάρη. Το σκυλί ήταν ανήσυχο απο νωρίς. Εγώ κρύωνα πολύ και αποφάσισα να κοιμηθώ κάτω στο τζάκι. Κάποια στιγμή άρχισε να κλαίει. Άνοιξα τα μάτια μου και είδα την ώρα. 04:00. Μηχανικά σηκώθηκα και της άνοιξα την πόρτα. Πήγαινε να λερώσεις κορίτσι μου, σκέφτηκα. Λίγο αργότερα την άκουσα να γαβγίζει πολύ δυνατά, πάρα πολύ δυνατά. Σίκουιν !!!!! Της φώναξα απο μέσα. Κάνε ησυχία κοιμάμαι.
Το πρωί, μέσα στον ύπνο μου άκουσα τον άντρα μου να με ρωτάει: "Μαρία, που είναι το σκυλί;"
Τότε έσπασε η καρδιά μου.